καθεαυτό

καθεαυτό
και καθεαυτού
επίρρ. βλ. καθαυτό.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Τάταροι — Oνομασία με την οποία χαρακτηρίστηκαν γενικά, κατά τον Μεσαίωνα και την Αναγέννηση, στην Ευρώπη, όλοι οι πληθυσμοί μογγολικού κορμού της κεντρικής Ασίας, που ήταν τότε γνωστοί. Ο τρόμος που προκαλούσαν οι πληθυσμοί αυτοί ευνόησε τη μετατροπή του… …   Dictionary of Greek

  • αλήθεια — Η ακρίβεια. Αυτό που δεν είναι ψευδές ή πλαστό. Αυτό που υπάρχει αντικειμενικά. Η πραγματικότητα. Η α. συνιστά το πρωταρχικό και δυσκολότερο πρόβλημα της ανθρώπινης γνώσης. Είναι το πρωταρχικό, στον βαθμό που η προσπάθεια για την προσέγγισή του… …   Dictionary of Greek

  • εαυτός — ο (Μ ἑαυτός) 1. με άρθρο και την προσωπική αντωνυμία πάντα στο αρσενικό γένος ανεξάρτητα από το φύλο τού προσώπου που μιλάει («ο εαυτός μου» εγώ ο ίδιος, εγώ η ίδια) 2. φρ. α) «έρχομαι στον εαυτό μου», «συνέρχομαι αφ ἑαυτοῡ» από μόνος μου,… …   Dictionary of Greek

  • καθαυτό — και καθεαυτό και καθεαυτού επίρρ. (σε συνεκφορά με ουσ. ή επίθ.) αναμφισβήτητα, κυριολεκτικά, γνήσια, κατεξοχήν («αυτό που κάνεις είναι καθαυτό τρέλα»). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἑαυτὸ με κράση] …   Dictionary of Greek

  • μουλάρι — Γενική ονομασία των ζώων που προέρχονται από διασταύρωση αλόγου και θηλυκού γαϊδάρου (γαϊδουρομούλαρο) ή γαϊδάρου και φοράδας (μουλάρι). Στην κατηγορία αυτή περιλαμβάνεται το καθεαυτό μ., το γνωστό με την επιστημονική ονομασία ημίονος ο γνήσιος,… …   Dictionary of Greek

  • οντολογία — Κατά τον αριστοτελικό ορισμό είναι η επιστήμη του όντος καθεαυτό, δηλαδή της πραγματικότητας θεωρούμενης στην ολότητά της και όχι σε μερικές ιδιαίτερες περιοχές, όπως είναι το Εγώ ή ο κόσμος ή ο θεός. Αυτές, σύμφωνα με μια ταξινόμηση του Κρίστιαν …   Dictionary of Greek

  • προσωπείο — Έτσι ονομάζεται το ψεύτικο πρόσωπο που κατασκευάζεται από διάφορα υλικά και σε διάφορα σχήματα, με μορφή ανθρώπου ή ζώου ή διαβολική, με χαρακτηριστικά σκόπιμα παραμορφωμένα, και χρησιμοποιείται για μαγικούς τελετουργικούς σκοπούς ή για τον… …   Dictionary of Greek

  • προφήτης — Όρος που σημαίνει κυρίως αυτός που μιλά εξ ονόματος ενός θεού και ερμηνεύει τη θέλησή του στους ανθρώπους. Τη μεγαλύτερη σημασία απέκτησαν οι π. στην ιστορία του Ισραήλ: ήδη ο Αβραάμ ονομάζεται π. και για τον Μωυσή λέγεται ότι δεν εμφανίστηκε… …   Dictionary of Greek

  • τάξη — Στην κοινωνιολογία κοινωνική τ. ονομάζεται το σύνολο προσώπων, που διαδραματίζουν τον ίδιο ρόλο στην παραγωγή και τα οποία έχουν ως προοδευτική πορεία της παραγωγής τις ίδιες απέναντι άλλων προσώπων σχέσεις, που εκφράζονται και στα πράγματα, στα… …   Dictionary of Greek

  • τραγωδία — Είδος του δραματικού θεάτρου. Η διάκριση μεταξύ των διαφόρων δραματικών ειδών, και η ίδια η έννοια του δράματος, φαίνεται να ξεπεράστηκαν μετά την ανανέωση των αισθητικών ιδεών, που έφτασε στο ακραίο σημείο της στην εποχή του ρομαντισμού·… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”